παγώνι

παγώνι
παγώνι το
павлин. В символической иконографии означает бессмертие, веру в воскресение из мертвых

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παγώνι" в других словарях:

  • παγώνι — και, δ. γρφ·, παγόνι, το (Μ παγώνι[ν]) κοινή, σήμερα, ονομασία πανέμορφων ορνιθόμορφων πουλιών τών γενών pavo και afropavo νεοελλ. φρ. «φουσκώνει σαν παγώνι» λέγεται για άτομο που περπατά καμαρωτά και επιδεικτικά ή για άτομο που αυτοθαυμάζεται.… …   Dictionary of Greek

  • ταώς — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Ο αστερισμός αυτός, όπως όλοι του ημισφαιρίου αυτού, ήταν άγνωστος στην αρχαιότητα. Πρωτοαναφέρθηκε το 1603. Από τους αστέρες του ο σπουδαιότερος είναι ο ομώνυμος, που έχει δεύτερο περίπου …   Dictionary of Greek

  • πάβο — το ζωολ. επιστημονική ονομασία ενός από τα δύο γένη τού παγωνιού, το οποίο έχει δύο είδη, το μπλε παγώνι τής Ινδίας και τής Σρι Λάνκα και το πράσινο παγώνι τής Ινδονησίας …   Dictionary of Greek

  • ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • κατρεύς — κατρεύς, έως, ὁ (Α) ινδικό παγώνι, περίφημο για την ομορφιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η κατάλ. εύς απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. εριθ εύς, χλωρ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει τη μορφή πτηνού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθόμορφα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία ανήκουν 7 οικογένειες με 251 είδη, μερικά από τα οποία είναι πολύ κοινά ή εξημερωμένα, όπως, λ.χ., η όρνιθα, ο φασιανός, η πέρδικα, το… …   Dictionary of Greek

  • πάων — ωνος, ὁ, Α το παγώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pavō, onis] …   Dictionary of Greek

  • παβονία — (pavonia). Δέντρο των θερμών περιοχών με φύλλα αρωματικά. Ανήκει στην οικογένεια των μαλβιδών και έχει άνθη μόνοικα και μασχαλιαία. Ο καρπός χωρίζεται σε τέσσερις χώρους, καθένας από τους οποίους περιέχει ένα μικρό τριχωτό σπέρμα. Τα είδη του… …   Dictionary of Greek

  • παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»